κουραρία

κουραρία
κουραρία, ἡ (Μ)
επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. coreria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουβοκουραρίνη — η, Ν 1. (βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδές που εκχυλίζεται από τα κουράρια τα οποία είναι γνωστά ως κουράρια τού σωλήνα και χρησιμοποιείται στην ιατρική για την ελάττωση τού μυϊκού τόνου και ως σπασμολυτικό, καθώς και στη χειρουργική, σε συνδυασμό με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”